τριακοντάφυλλος

τριακοντάφυλλος
-ον, Μ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάφυλλον
το τριαντάφυλλο («ῥόδον, τὸ κοινῶς τριακοντάφυλλον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -φυλλος (< φύλλον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριακονταφύλλου — τριακοντάφυλλος one who has never read more than thirty pages masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταφύλλων — τριακοντάφυλλος one who has never read more than thirty pages masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοντάφυλλον — τριακοντάφυλλος one who has never read more than thirty pages masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”